παρκινσόνειος

παρκινσόνειος
-α, -ο
φρ. «παρκινσόνειος νόσος» ή «παρκινσόνειο σύνδρομο»
ιατρ. βλ. πάρκινσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. parkinsonian (< πάρκινσον*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”